- εμφύλιος
- -α, -ο (AM ἐμφύλιος, -ον)αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος»)αρχ.1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.)2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐμφύλιοιοι συγγενείς3. φρ. α) «γῆ ἐμφύλιος» — γενέτειρα, πατρίδαβ) «ἐμφύλιον αἷμα» — φόνος συγγενούς.
Dictionary of Greek. 2013.